- σκελετεία
- και ιων. τ. σκελετίη, ἡ, Α [σκελετεύω]1. ξηρότητα2. ισχνότητα, λεπτότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκελετείᾳ — σκελετείᾱͅ , σκελετεία a being withered fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)